Με κοίταξες
ανοίγοντας την πόρτα
όπως παλιά.
πόσο ανεξήγητα, ξανά
σκλήρυνε το βλέμμα σου
πάνω μου
σαν να εξαργύρωνες απώλειες
κι εγώ, για αντάλλαγμα, ενοχές σου έδωσα
όπως παλιά- θυμάσαι, άραγε;
Πού ήσουνα
τόσον καιρό
αλήθεια;
Γιατί γύρισες;
Πώς να σε σώσω
τώρα
που γύρισες;
Εμένα
πώς να με σώσω
τώρα;