Sunday, July 6, 2008

Πάλι πέθαινα στον ύπνο μου,
εχθές. ξένο χέρι
τούτη τη φορά
πάτησε τη σκανδάλη.
Ξανά. Και ξανά.

Κράτησα, όμως, τα προσχήματα.
έτρεξα
και παραπάτησα επιμελώς
την έξαψή μου έκανα τρόμο
και τον έμπηξα βαθιά στο βλέμμα
ίσα για να το δεις εσύ
να σε γελάσω
να μη μ' αντιληφθείς.

Κι ύστερα, η σφαίρα, στη στιγμή
σφηνώθηκε στο στήθος μου. Κι άλλη μια. Κι άλλη μια.
Ασήμι κι αίμα
στάξανε στα χέρια μου
μ' απόλυτη ειλικρίνεια. ήταν πανέμορφα...

Μα, πόσο εύκολα με πρόδωσε ο ύπνος!
Ξύπνησα κάθυγρη
κοίταξα τα δάχτυλά μου. ήταν κόκκινα.
Στις χαμηλόφωνες αφές σου
διαγράφονται ήχοι διάτρητοι
τ' αόρατο, ορατό
κι εσύ από πίσω.
μια πολιτεία ολόκληρη
που αντιλαμβάνεσαι
μόνο σαν δεν υπάρχει τίποτ' άλλο.

Όλα στο τίποτα, και τίποτε δικό σου
μα, στο δικό σου "τίποτα", σ' ανήκουν όλα
κι είσαι ο μόνος που λείπει απ' αυτά
για να το διαπιστώσεις.

Όλα υπάρχουν, μα όλα σβήνονται
κι εσύ από πίσω
ν' αναζητάς το ξαφνικό, να κρίνεις τ' άδικο
και να μη σβήνεις
κι ας μη σου μένει, πλέον, τίποτ' άλλο.
Βουλιάζω σε μια υπόλευκη αρμονία
κάπου ανάμεσα στο τέλος της στιγμής
και στην αρχή της σκέψης.
Κι ίσως σε δω
πριν υποκύψω στο στερνό φιλί της Μέδουσας.
κι ίσως σε νιώσω
πριν στης παλίρροιας το κάλεσμα δοθώ.